λιβανηστήρι

λιβανηστήρι
και λιβανιστήριο(ν), το [λιβανίζω]
1. σκεύος μέσα στο οποίο καίμε λιβάνι για να λιβανίζουμε, θυμιατό, θυμιατήρι
2. φρ. «άρχισε πάλι το λιβανιστήρι» — άρχισε πάλι να επαναλαμβάνει ενοχλητικά τα ίδια και τα ίδια.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”